- στάλλα
- στάλλα, [dialect] Aeol. and Thess. for στήλη, IG12(2).67.13 (Mytil., ii A.D.), 9(2).517.21 (Larissa, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάλλα — ἡ, Α (αιολ. και θεσσ. τ.) βλ. στήλη … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
stel-3 — stel 3 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘stellen, aufstellen; stehend, unbeweglich, steif; Ständer, Pfosten, stem, Stiel” Material: O.Ind. sthála m, sthalī “elevation, Anhöhe, Festland”, sthálü… … Proto-Indo-European etymological dictionary